παρακοιμίζω

παρακοιμίζω
ΜΑ
βάζω κάποιον να κοιμηθεί μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + κοιμίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρακοιμίζει — παρακοιμίζω make to lie with pres ind mp 2nd sg παρακοιμίζω make to lie with pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακοιμίζοντα — παρακοιμίζω make to lie with pres part act neut nom/voc/acc pl παρακοιμίζω make to lie with pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακοιμίσαι — παρακοιμίζω make to lie with aor inf act παρακοιμίσαῑ , παρακοιμίζω make to lie with aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακοιμίσῃς — παρακοιμίζω make to lie with aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιμίζω — και κοιμώ, άω (AM κοιμίζω) 1. κάνω ή βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω («κοιμίζω το μωρό») 2. μτφ. καθησυχάζω, καταπραΰνω, γαληνεύω (α. «φάρμακο που κοιμίζει τους πόνους» β. «λείων τ ἄημα πνευμάτων ἐκοίμισε στένοντα πόντον» οι άνεμοι… …   Dictionary of Greek

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • παρακοιμιστής — ὁ, ΜΑ [παρακοιμίζω] μσν. μαστροπός αρχ. αυτός που βάζει κάποιον να κοιμηθεί μαζί με άλλον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”